Ως εκ τούτου, έρχεται πραγματικά ως αξιοπρόσεκτη η απόφαση της Neocore Games (των The Incredible Adventures of Van Helsing) να μεταφέρει τους κανόνες και την ιδιοσυγκρασία του είδους σε fantasy σκηνικό. Αν μη τι άλλο το σεναριακό υπόβαθρο του King Arthur: Knight’s Tale φαντάζει ιδανικό, έστω για το σεναριακό ντύσιμο.
Η ιστορία ξεκινάει στο φινάλε του θρύλου του Αρθούρου και συγκεκριμένα στη μυθική μάχη μεταξύ του ίδιου και του ορκισμένου εχθρού του, Mordred, ένας χαρακτήρας που τουλάχιστον στην ποπ κουλτούρα απεικονίζεται καθολικά ως ο villain της υπόθεσης. Στη Μάχη του Camlann οι δύο εχθροί αλληλοσκοτώνονται και εν συνεχεία το σώμα του Αρθούρου μεταφέρεται στο μυθικό νησί του Avalon, σημείο όπου ολοκληρώνεται ο μύθος.
Κάπου εδώ έρχεται η ουγγρική ομάδα ανάπτυξης για να πάρει τα ηνία προκειμένου να αφηγηθεί τη δική της εκδοχή για τη συνέχεια της ιστορίας. Το πιο ανατρεπτικό κομμάτι του σεναρίου έρχεται ήδη από την εισαγωγή όπου η Lady of the Lake (μία θεϊκή χαρακτήρας που έως τώρα ήταν στο πλευρό του Αρθούρου) ανασταίνει τον Mordred και του αναθέτει τον εντοπισμό και την εξόντωση του βασιλιά Αρθούρου, η ανάσταση του οποίου τον έχει μετατρέψει σε μία τυραννική και καταστροφική προσωπικότητα.
Με αυτήν την αφετηρία το King Arthur: Knight’s Tale θέτει μία ενδιαφέρουσα βάση, αντιστρέφοντας έξυπνα τους ρόλους του villain και του ήρωα. Σταδιακά στην περιπέτεια θα παρελάσουν διάφορα γνωστά ονόματα από το μύθο του Αρθούρου, ερχόμενα ως νέες προσθήκες στις τάξεις των συμπολεμιστών μας. Γνωστά ονόματα όπως οι Guinevere, Perceval, Lancelot και Merlin -μεταξύ πολλών άλλων- θα εμφανιστούν σταδιακά στην περιπέτεια, συχνά ερχόμενοι σε προστριβές με τον Mordred, διόλου παράλογο δεδομένου ότι έως πρότινος ήταν άσπονδοι εχθροί.
Η αλήθεια είναι ότι η Neocore Games δεν δυσκολεύτηκε ιδιαίτερα στη δικαιολόγηση της αναπάντεχης συμμαχίας μεταξύ όλων αυτών των χαρακτήρων. Μέσα από τους διαλόγους αντί να προκύπτει ότι κάποτε ήταν θανάσιμοι εχθροί, περισσότερο δίνεται η εντύπωση ότι απλά είχαν μερικά καβγαδάκια, που πλέον τα ξεπέρασαν ώστε να τραβήξουν όλοι μαζί για το κυνήγι του Αρθούρου.
Αυτό το τμήμα θα λέγαμε ότι αποτελεί και το πιο αδύναμο τμήμα της γραφής, καθώς τα υπόλοιπα κομμάτια της εξιστόρησης κυμαίνονται σε σχετικά καλά επίπεδα. Τα κείμενα είναι αρκετά προσεγμένα, δίνοντας σημαντικές πληροφορίες ώστε να χτιστεί ένα ιδιαίτερα σκοτεινό σύμπαν που δείχνει σαν να βρίσκεται ένα βήμα πριν την ολοκληρωτική μετατροπή σε μία Mordor.
Παρόλο που σε διάφορα καίρια σημεία δύναται να επιλέξουμε τους διαλόγους ή την έκβαση των αποστολών, η αλήθεια είναι πως δεν θα πρέπει να περιμένει κανείς ένα καθαρόαιμο RPG στο θέμα των επιλογών. Τις περισσότερες φορές δεν υπάρχει ούτε καν η ψευδαίσθηση πως επηρεάζουμε κάτι στην έκβαση των γεγονότων, όσο κι αν γίνεται μία φιλότιμη προσπάθεια μέσα από τις περιγραφές που συνοδεύουν τις διακλαδώσεις των αποφάσεων.
Το King Arthur: Knight’s Tale περιέχει δύο δίπολα επιλογών, όπου το ένα αφορά την επιλογή της θρησκείας και το άλλο τον τρόπο διακυβέρνησης που θα ακολουθήσει ο Mordred στο βασίλειο του Camelot. Ως εκ τούτου κάποιες επιλογές οδηγούν στην προώθηση είτε του χριστιανισμού είτε της παγανιστικής θρησκείας του Old Faith (Αρχαία Πίστη) και κάποιες άλλες καθορίζουν πόσο τυραννικός ή ενάρετος είναι ο Mordred. Οι περιγραφές που συνοδεύουν αυτές τις επιλογές δείχνουν ξεκάθαρα προς ποια πλευρά θα κινηθεί η εκάστοτε μπάρα αυτών των δίπολων. Εντούτοις, ήδη από την αρχή, γίνεται εμφανές πως δεν έχει σημασία η επιλογή που θα κάνουμε καθώς ουδέποτε βλέπουμε κάποιον πρακτικό αντίκτυπο στην εξέλιξη των χαρακτήρων (πάντα όσον αφορά στο σενάριο).
Από την άλλη πλευρά, σε όρους gameplay, αυτές οι επιλογές έχουν αντίκρισμα καθώς η εμφάνιση ορισμένων ηρώων στις τάξεις μας εξαρτάται από τη θρησκεία που υποστηρίζουμε και τις ηθικές αξίες που ακολουθεί ο Mordred. Παράλληλα, διάφοροι από τους χαρακτήρες που στρατολογούμε λαμβάνουν προτερήματα ή μειονεκτήματα ανάλογα με το αν οι πράξεις μας τους βρίσκουν σύμφωνους ή όχι.
Τουτέστιν, αν και αυτός ο μηχανισμός έχει ουσία στο σκέλος του gameplay, θεωρούμε ότι θα απογειωνόταν πλήρως αν οι αποφάσεις μας είχαν αντίκτυπο και σε διάφορα σημεία της ιστορίας. Όχι ακριβώς μία χαμένη ευκαιρία, αλλά έλειπε μία εξτρά ώθηση για να λάμψει πραγματικά. Πριν περάσουμε στα της μάχης θα πρέπει να αναφέρουμε ότι το King Arthur: Knight’s Tale είναι ένα από αυτά τα παιχνίδια “σαν το XCOM” που περιέχουν και διαχείριση βάσης, η οποία εδώ λαμβάνει ιδανική υπόσταση μέσω του κάστρου του Camelot.
Μεταξύ των αποστολών έχουμε τη δυνατότητα να ξοδεύουμε τους κερδισμένους πόρους για να αναπτύξουμε διάφορους τομείς του κάστρου, όπως η Στρογγυλή Τράπεζα, το ιατρείο, ο χώρος εκπαίδευσης των ηρώων κ.λπ. Περιλαμβάνεται ένας χορταστικός αριθμός αναβαθμίσεων που εμπλουτίζουν ουσιαστικά τις δυνατότητες του κάστρου και είτε έμμεσα, είτε άμεσα αυτές των πολεμιστών μας.
Η ρουτίνα που ακολουθεί το πέρας κάθε αποστολής φέρνει ένα καλοδεχούμενο διάλειμμα, επιτρέποντάς μας να τοποθετήσουμε τα skill points σε όσους χαρακτήρες ανέβηκαν levels, να αποφασίσουμε ποιοι θα μπουν στο ιατρείο ή για εκπαίδευση, να εξοπλίσουμε ή να πουλήσουμε το loot που βρήκαμε κ.λπ. Χωρίς να περιπλέκει αχρείαστα την κατάσταση ή, ομολογουμένως, να φέρνει κάτι φρέσκο στο είδος, η Neocore Games μεταφέρει ικανοποιητικά αυτό το κομμάτι της εμπειρίας.
Φυσικά η ουσία του παιχνιδιού βρίσκεται στις ίδιες τις αποστολές, μετρώντας έναν χορταστικό αριθμό από κύριες όσο και δευτερεύουσες. Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στις δευτερεύουσες αποστολές, οι οποίες από άποψη γραφής και έκτασης δεν έχουν να ζηλέψουν σε τίποτα τις κύριες. Η ομάδα ανάπτυξης αποφεύγει ιδανικά τις κακοτοπιές που θέλουν αυτού του είδους αποστολές ως filler ή ως ένα απλό αναμάσημα χαρτών που ενδέχεται να έχουμε ήδη δει μέσω των βασικών αποστολών.
Όσον αφορά στο ίδιο το σύστημα μάχης η κατάσταση συνεχίζει να είναι ικανοποιητική (επαναλαμβάνουμε αυτό το επίθετο, αλλά θα λέγαμε ότι περιγράφει ιδανικά τη συνολική ποιότητα του παιχνιδιού). Η κίνηση γίνεται σε πραγματικό χρόνο κατά την εξερεύνηση του εκάστοτε επιπέδου, έως ότου εισέλθουμε σε κάποια μάχη όπου το King Arthur: Knight’s Tale ακολουθεί ευλαβικά τους κανόνες του είδους.
Ως είθισται, οι action points (AP) καθορίζουν την έκταση της κίνησης του κάθε χαρακτήρα καθώς και τα skills που μπορεί να χρησιμοποιήσει. Θα πρέπει να αναφέρουμε ότι το King Arthur: Knight’s Tale ανήκει σε αυτήν τη συνομοταξία τίτλων του είδους όπου σε κάθε γύρο πρώτα θα εκτελέσει όλες τις κινήσεις της η μία παράταξη και έπειτα η αντίπαλη, κάτι που θα λέγαμε ότι βοηθάει στην πιο εύκολη λήψη στρατηγικών και συντονισμένων αποφάσεων σε κάθε γύρο.
Ακολουθώντας από κοντά τη φιλοσοφία των XCOM υπάρχει και ένα σύστημα κάλυψης, αλλά δεδομένου ότι η πλειοψηφία των κλάσεων πραγματοποιεί σχεδόν αποκλειστικά melee επιθέσεις, καθιστά αυτόν τον μηχανισμό παράταιρο. Φυσικά υπάρχουν τοξότες και μάγοι, αλλά όταν η συνήθης τακτική θέλει τις melee μονάδες να τρέχουν απλά κατά πάνω τους, καταλαβαίνει κανείς ότι η κάλυψη τελικά δεν έχει ούτε κατά διάνοια τη σημασία άλλων παιχνιδιών του είδους.
Το μεγαλύτερο τμήμα της στρατηγικής εναπόκειται στους στόχους που θα προσεγγίσει ο κάθε ένας από τους χαρακτήρες μας (μέχρι τέσσερις μπορούμε να πάρουμε σε κάθε αποστολή, αν και μερικές προσθέτουν εμβόλιμα και έναν πέμπτο) καθώς και στα skills που θα χρησιμοποιήσουν. Η melee φύση της μάχης σημαίνει ότι ένα μεγάλο μέρος των τακτικών αναλώνονται σχεδόν αποκλειστικά στη σωστή χρήση των skills. Από την άλλη πλευρά, η διαρρύθμιση της αρένας δυστυχώς διαδραματίζει ελάσσονα ρόλο στον τρόπο με τον οποίο θα κινηθούν οι χαρακτήρες μας.
Ως εκ τούτου, το βάθος της στρατηγικής ποντάρει πολλά στα ίδια τα skills. Ευτυχώς αυτά έχουν μία αξιοπρεπή ποικιλία από AOE κινήσεις, ισχυρές επιθέσεις (που ξοδεύουν σχεδόν όλα τα AP μας) καθώς και ένα εύρος από buffs και debuffs. Όπως είναι φυσικό, η σωστή επιλογή και αλληλουχία των skills μπορεί να κρίνει την έκβαση μίας μάχης, καθορίζοντας τη διαφορά μίας αναίμακτης και μίας πύρρειου νίκης. Συνολικά υπάρχουν έξι διαφορετικές κλάσεις, με τους γνωστούς ύποπτους -όπως τανκ (defenders), damage dealers (champion), τοξότες, μάγους καθώς και τις ενδιάμεσες κλάσεις των vanguards και sage. Το σύστημα μάχης δεν κρύβει εκπλήξεις, αλλά αν θέλαμε να το χαρακτηρίσουμε με μία μόνο λέξη, θα λέγαμε και πάλι ότι είναι ικανοποιητικό.
Η αλήθεια είναι όμως ότι η προαναφερθείσα έλλειψη ουσίας στην τακτική κίνηση στον χώρο σημαίνει ότι οι ποικίλες αρένες τελικά ελάχιστο ρόλο διαδραματίζουν στην έκβαση της μάχης. Το αποτέλεσμα είναι να δημιουργείται μία έντονη αίσθηση επανάληψης μετά τα μέσα του παιχνιδιού, καθώς το πιθανότερο είναι να έχετε εντοπίσει συγκεκριμένες τακτικές που λειτουργούν σχεδόν με πανομοιότυπο τρόπο.
Συνεχίζοντας με τα του συστήματος μάχης, στα θετικά θα βάζαμε την σχεδόν πλήρη απουσία του στοιχείου της τυχαιότητας, καθώς οι επιθέσεις πετυχαίνουν πάντα το στόχο τους, γνωρίζοντας εκ των προτέρων με απόλυτη σιγουριά πόση ζημιά θα επιφέρουν. Ίσως είναι υποκειμενικό θέμα αλλά… νισάφι με τα 90% ευστοχία από το ένα μέτρο, που οδηγεί τη σφαίρα στο γάμο του καραγκιόζη.
Όσον αφορά το βαθμό πρόκλησης στο normal επίπεδο, θα λέγαμε ότι κυμαίνεται σε ιδιαίτερα εύπεπτα μονοπάτια καθόλη τη διάρκεια της περιπέτειας. Τα λάθη συγχωρούνται και γενικά οι χαρακτήρες μας δεν έχουν πρόβλημα να οργώσουν τους εχθρούς. Σε λίγα σημεία νοιώσαμε ότι πρέπει να σκεφτούμε διπλά και τριπλά κάθε μας κίνηση. Οι βετεράνοι του είδους μάλλον θα πρέπει να ξεκινήσουν εξαρχής στο hard σε περίπτωση που ζητάνε έναν υψηλό βαθμό πρόκλησης.
Όσον αφορά το βαθμό πρόκλησης στο normal επίπεδο, θα λέγαμε ότι κυμαίνεται σε ιδιαίτερα εύπεπτα μονοπάτια καθόλη τη διάρκεια της περιπέτειας. Τα λάθη συγχωρούνται και γενικά οι χαρακτήρες μας δεν έχουν πρόβλημα να οργώσουν τους εχθρούς. Σε λίγα σημεία νοιώσαμε ότι πρέπει να σκεφτούμε διπλά και τριπλά κάθε μας κίνηση. Οι βετεράνοι του είδους μάλλον θα πρέπει να ξεκινήσουν εξαρχής στο hard σε περίπτωση που ζητάνε έναν υψηλό βαθμό πρόκλησης.
Η ποικιλία των εχθρών είναι αρκετά καλή για το είδος, φέρνοντάς μας απέναντι από διάφορες παρατάξεις, πολλές φορές έντονου fantasy στοιχείου (δεν λείπουν μυθικά πλάσματα) και βέβαια δεν απουσιάζουν και τα boss fights που ανεβάζουν την ένταση (αν και πάλι όχι ιδιαίτερα δραματικά στο normal επίπεδο).
Το γενικότερο εικαστικό ντύσιμο βοηθάει προς την αίσθηση ότι ελέγχουμε πολεμικές μηχανές ενός καθαρόαιμα fantasy σκηνικού. Όλοι οι χαρακτήρες, ανεξαιρέτως, είναι ντυμένοι με επιβλητικές και ποικίλες πανοπλίες, με τη Neocore Games να δείχνει ότι είχε ως στόχο να αποδώσει απολύτως την εικόνα ηρώων και villains που η θέασή τους και μόνο θα έκανε οποιονδήποτε άμοιρο στρατιώτη να το βάλει στα πόδια.
Εκεί που ίσως ήθελε περισσότερη ποικιλία είναι στην απόδοση των χρωμάτων. Το παιχνίδι σε σημεία φαίνεται να προσπαθεί υπέρ του δέοντος να μας πείσει ότι βρισκόμαστε σε έναν αδυσώπητο κόσμο, πηγμένο στο σκότος, μία εικόνα που η ομάδα ανάπτυξης φαίνεται να επιχειρεί να μεταφέρει μέσα από υπερβολικά μουντά χρώματα. Δεν εννοούμε φυσικά ότι θα θέλαμε ζωηρά χρώματα και ηλιόλουστα περιβάλλοντα, αλλά κάπου αυτός ο σχεδόν άχρωμος σχεδιασμός κουράζει και δίνει την αίσθηση μίας ομοιογένειας που θα μπορούσε να αποφευχθεί.
Εν κατακλείδι, το King Arthur: Knight’s Tale μπορεί να μην είναι από τα πιο φιλόδοξα παιχνίδια του είδους, αλλά αυτό δεν αναιρεί ότι αποτελεί μία χορταστική και καθ’ όλα ικανοποιητική πρόταση για τους λάτρεις του είδους. Το λιγότερο, καταφέρνει να μας τοποθετήσει σε ένα εναλλακτικό σκηνικό σε σχέση με άλλα παιχνίδια που ακολουθούν πιστά τη συνταγή των XCOM.
To King Arthur: Knight’s Tale κυκλοφορεί από τις 26/4/22 για PC ενώ αναμένεται και για PS5/ Xbox Series. Το review μας βασίστηκε σε review code που λάβαμε από τη Neocore Games.
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου